λαβρίδες

λαβρίδες
(labridae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκομόρφων. Αριθμεί περίπου 500 είδη, των οποίων το μέγεθος κυμαίνεται από μερικά εκατοστά έως 2,3 μ. Περιλαμβάνει ψάρια που ζουν άφθονα στις τροπικές θάλασσες και, κυρίως, κοντά στις κοραλλιογενείς περιοχές. Οι λ. έχουν ζωηρά και ωραία χρώματα, που αλλάζουν όταν πηγαίνουν από τον έναν βυθό στον άλλο. Τα αρσενικά, τον καιρό της αναπαραγωγής, συνήθως αλλάζουν χρώμα. Εξαιτίας μάλιστα των ζωηρών τότε χρωματισμών τους λέγονται και κοκέτες ή παπαγάλοι της θάλασσας. Τα μπροστινά τους δόντια είναι μυτερά και προεξέχουν, ενώ τα χείλη τους, που είναι πολύ εύκαμπτα, τους επιτρέπουν να ξεκολλούν την τροφή τους από τα κοράλλια. Τα άλλα τους δόντια, που βρίσκονται πιο βαθιά στο στόμα τους, είναι τραπεζίτες που τους χρησιμοποιούν για να σπάνε τα μαλάκια και τα καρκινοειδή. Πολλά είδη λ. έχουν και φαρυγγικά δόντια, με τα οποία λειώνουν τα όστρακα. Σχεδόν όλοι οι λ. είναι φαγώσιμα ψάρια. Τα κυριότερα από τα είδη της οικογένειας είναι ο λάβρος (Labrum), που τα διάφορα είδη του στη χώρα μας είναι γνωστά με τις ονομασίες λαπίνα, χειλού, φυκόψαρο και πετρόψαρο. Ο λάβρος δεν πρέπει να συγχέεται με το λαβράκι, που είναι τελείως διαφορετικό ψάρι. Ο λάβρος ζει κυρίως στις τροπικές θάλασσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιουλίς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Κέας. Υπήρξε πατρίδα των ποιητών Βακχυλίδη και Σιμωνίδη του Κείου, του γιατρού Ερασίστρατου και του φιλοσόφου Αρίστωνα. * * * η (Α ἰουλίς) [ίουλος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”